- μονόκαυλος
- μονό-καυλος, einstengelig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονόκαυλος — μονόκαυλος, ον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο στέλεχος, μονοκάλαμος (τῶν ποωδῶν τὰ μὲν πολύκαυλα, τὰ δὲ μονόκαυλα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + καυλός «στέλεχος, καλάμι»] … Dictionary of Greek
μονοκαυλότερον — μονόκαυλος with but one stem adverbial comp μονόκαυλος with but one stem masc acc comp sg μονόκαυλος with but one stem neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόκαυλον — μονόκαυλος with but one stem masc/fem acc sg μονόκαυλος with but one stem neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοκαύλων — μονόκαυλος with but one stem masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόκαυλα — μονόκαυλος with but one stem neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek